Δύναμη στα γερμανικά

Μετάφραση: δύναμη, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stoßen, potenz, zwang, energie, strom, konnte, mag, könnte, zwingen, macht, gewalttätigkeit, gewalt, willkür, belegschaft, supermacht, wirkung, Leistung, Macht, Power, Kraft, Energie
Δύναμη στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δύναμη

δύναμη βόλου, δύναμη δημιουργίας, δύναμη ζωής, δύναμη ζωής δούρου, δύναμη laplace, δύναμη λεξικό γλώσσας γερμανικά, δύναμη στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • δόρυ στα γερμανικά - speer, lanze, Speer, Lanze, Spieß, Stange
  • δότης στα γερμανικά - stifter, geber, spender, Spender, Geber, Donor
  • δύση στα γερμανικά - westlich, westen, west, Westen, West
  • δύσκαμπτος στα γερμανικά - gestelzt, geziert, steif, starr, steifen, steife, steifer
Τυχαίες λέξεις
Δύναμη στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: stoßen, potenz, zwang, energie, strom, konnte, mag, könnte, zwingen, macht, gewalttätigkeit, gewalt, willkür, belegschaft, supermacht, wirkung, Leistung, Macht, Power, Kraft, Energie