Ελαστικός στα γερμανικά
Μετάφραση: ελαστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mild, nachsichtig, locker, dehnbar, elastisch, elastischen, elastische, elastisches, elastischer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαστικός
ελαστικός επίδεσμος, ελαστικός τάπητας, ελαστικός αρμόστοκος, ελαστικός παρθενικός υμένας, ελαστικός στόκος, ελαστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, ελαστικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ελίσσομαι στα γερμανικά - mäander, Mäander, Mäanders, mäanderförmigen, mäanderförmige
- ελίτ στα γερμανικά - elite, Elite, Eliten
- ελαστικότητα στα γερμανικά - spannkraft, elastizität, empfang, Elastizität, Elastizitäts, die Elastizität, Dehnbarkeit
- ελαττωματικός στα γερμανικά - mangelhafte, fehlerhaft, defekt, mangelhaft, defekte, defekten
Τυχαίες λέξεις
Ελαστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: mild, nachsichtig, locker, dehnbar, elastisch, elastischen, elastische, elastisches, elastischer
Μεταφράσεις: mild, nachsichtig, locker, dehnbar, elastisch, elastischen, elastische, elastisches, elastischer