Επισκοπή στα γερμανικά
Μετάφραση: επισκοπή, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Diözese, Bistum, Bistums, Diözesen, der Diözese
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επισκοπή
επισκοπή ηράκλειο, επισκοπή ρωγών, επισκοπή νάουσας, επισκοπή ηράκλειο 70008, επισκοπή ημαθίας, επισκοπή λεξικό γλώσσας γερμανικά, επισκοπή στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- επισκευή στα γερμανικά - reparieren, ausbesserung, reparatur, Reparatur, Instandsetzung, Reparaturen
- επισκιάζω στα γερμανικά - liliputaner, gnom, überragen, überstrahlen, strahlen, Schatten stellen, den Schatten stellen
- επισκόπηση στα γερμανικά - seitenansicht, querschnitt, profil, profilbild, längsschnitt, Umfrage, Befragung, ...
- επισπεύδω στα γερμανικά - tempo, geschwindigkeit, fällungsprodukt, gang, sausen, ablagerung, abscheidungsstoff, ...
Τυχαίες λέξεις
Επισκοπή στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: Diözese, Bistum, Bistums, Diözesen, der Diözese
Μεταφράσεις: Diözese, Bistum, Bistums, Diözesen, der Diözese