Θεμιτός στα γερμανικά

Μετάφραση: θεμιτός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesetzmäßig, legitim, rechtmäßig, legitimen, legitime, berechtigten
Θεμιτός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεμιτός

θεμιτός ορισμός, θεμιτός συνώνυμο, θεμιτός ανταγωνισμός βικιπαιδεια, θεμιτός ανταγωνισμός, θεμιτός λεξικο, θεμιτός λεξικό γλώσσας γερμανικά, θεμιτός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • θεματοφύλακας στα γερμανικά - treuhänder, sachwalter, sachverwalter, verwalter, Depot, Hinterlegungs, Depositar, ...
  • θεμελιώδης στα γερμανικά - grundlegend, grundsätzlich, fundamental, Grundlage, wesentlich
  • θεολογία στα γερμανικά - theologie, Theologie, der Theologie, die Theologie
  • θεολόγος στα γερμανικά - theologe, Theologe, Theologen, Theologin
Τυχαίες λέξεις
Θεμιτός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gesetzmäßig, legitim, rechtmäßig, legitimen, legitime, berechtigten