Θρεπτικός στα γερμανικά
Μετάφραση: θρεπτικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesund, nahrhaft, nahrhafte, nahrhaften, nahrung, nahrhaftes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρεπτικός
θρεπτικός συνώνυμο, θρεπτικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, θρεπτικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- θραύση στα γερμανικά - bresche, gewebszerreißung, organzerreißung, ruptur, zerreißen, bruch, reißen, ...
- θραύσμα στα γερμανικά - bruchstück, span, splittern, scherbe, tonscherbe, splitter, fragment, ...
- θρηνώ στα γερμανικά - betrüben, kümmern, elegie, beklagen, klage, bereuen, verdrießen, ...
- θρησκεία στα γερμανικά - religion, glaube, Religion, Religions, der Religion, die Religion
Τυχαίες λέξεις
Θρεπτικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gesund, nahrhaft, nahrhafte, nahrhaften, nahrung, nahrhaftes
Μεταφράσεις: gesund, nahrhaft, nahrhafte, nahrhaften, nahrung, nahrhaftes