Καθρέφτης στα γερμανικά
Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
außenspiegel, widerspiegeln, spiegel, spiegeln, reflektieren, Spiegel, Spiegels
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθρέφτης
καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας γερμανικά, καθρέφτης στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καθορισμένος στα γερμανικά - menge, einstellen, legen, aufstellen, reihe, setzen, garnitur, ...
- καθοριστικός στα γερμανικά - maßgeblich, entscheidend, bestimmend, Determinante, Faktor, Bestimmungs
- καθυστέρηση στα γερμανικά - stockung, überfall, verzögerung, verzögern, verkehrsbehinderung, verzug, raubüberfall, ...
- καθυστερημένος στα γερμανικά - rückwärts, langsam, zurückgeblieben, verzögert, verzögerte, verzögerten
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: außenspiegel, widerspiegeln, spiegel, spiegeln, reflektieren, Spiegel, Spiegels
Μεταφράσεις: außenspiegel, widerspiegeln, spiegel, spiegeln, reflektieren, Spiegel, Spiegels