Κατήφεια στα γερμανικά

Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwermut, melancholie, melancholisch, tiefsinn, schwermütig, Düsternis, Trübsinn, Düsterkeit, Dunkelheit, Finsternis
Κατήφεια στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήφεια

κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας γερμανικά, κατήφεια στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • κατέχω στα γερμανικά - eigen, eignen, eigene, besitzen, eigenes, halten, halten Sie, ...
  • κατήγορος στα γερμανικά - staatsanwalt, ankläger, Ankläger, Staatsanwalt, Staatsanwaltschaft, Anwalt
  • κατήφορος στα γερμανικά - abhang, bergab, abwärts, Abfahrt, Downhill, Abfahrts
  • καταβάλλω στα γερμανικά - besiegen, schlagen, überwältigen, zu überwältigen, Over Power, überwältigt
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schwermut, melancholie, melancholisch, tiefsinn, schwermütig, Düsternis, Trübsinn, Düsterkeit, Dunkelheit, Finsternis