Κλιμάκωση στα γερμανικά

Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
steigerung, schuppe, kesselsteine, maßstab, ausweitung, skala, eskalation, Eskalation, Eskalations, Zuspitzung, Ausweitung
Κλιμάκωση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση

κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας γερμανικά, κλιμάκωση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • κλητεύω στα γερμανικά - Vorladung, Vorladungen, Zwangsmaßnahme, Vorlageverfügung, Zwangsvorladung
  • κλικ στα γερμανικά - ticken, gackern, klick, zuschnappen, knacken, schnalzen, einrasten, ...
  • κλιμακώνομαι στα γερμανικά - eskaliert, Eskalation, eskalieren, spitzt
  • κλινική στα γερμανικά - klinik, Klinik, der Klinik
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: steigerung, schuppe, kesselsteine, maßstab, ausweitung, skala, eskalation, Eskalation, Eskalations, Zuspitzung, Ausweitung