Μονάδα στα γερμανικά
Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einheit, maßeinheit, gerät, aggregat, locker, einfach, gebühreneinheit, Einheit, Gerät
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονάδα
μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας γερμανικά, μονάδα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- μολύνω στα γερμανικά - infizieren, anstecken, verseuchen, verunreinigen, zu infizieren, infiziert
- μομφή στα γερμανικά - tadel, verweis, Vorwurf, Tadel, Schmach, Vorwürfe
- μονή στα γερμανικά - frauenkloster, abtei, nonnenkloster, Abtei, Kloster
- μοναδικός στα γερμανικά - einzahl, ungewöhnlich, einzig, befremdend, einzigartig, eindeutig, singulär, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: einheit, maßeinheit, gerät, aggregat, locker, einfach, gebühreneinheit, Einheit, Gerät
Μεταφράσεις: einheit, maßeinheit, gerät, aggregat, locker, einfach, gebühreneinheit, Einheit, Gerät