Οντότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dasein, entität, eigenheit, wesen, ding, Wesen, Objekt, Unternehmen, Einheit, Entität
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, οντότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ονομαστός στα γερμανικά - berühmt, bekannt, berühmten, berühmte, bekannten
- ονοματολογία στα γερμανικά - fachausdrücke, namensverzeichnis, fachbezeichnung, nomenklatur, Nomenklatur, Systematik, Eingliederungsplan
- οξείδιο στα γερμανικά - oxyd, oxid, Oxid, Oxids, -oxid
- οξικός στα γερμανικά - essigsauer, Essigsäure, Essig, Essig-, iger, Essigsäureanhydrid
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: dasein, entität, eigenheit, wesen, ding, Wesen, Objekt, Unternehmen, Einheit, Entität
Μεταφράσεις: dasein, entität, eigenheit, wesen, ding, Wesen, Objekt, Unternehmen, Einheit, Entität