Πεινασμένος στα γερμανικά

Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefräßig, hungrig, Hunger, hungrigen, hungrige, hungern
Πεινασμένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεινασμένος

πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, πεινασμένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχώ στα γερμανικά - benehmen, disziplinieren, bestrafen, wissenszweig, strafe, bestrafung, disziplin, ...
  • πειθώ στα γερμανικά - überredung, stellungnahme, überzeugungskraft, ansicht, überzeugung, meinung, anschauung, ...
  • πεινώ στα γερμανικά - dürsten, hungern, Hunger, Hungers, den Hunger
  • πειράζω στα γερμανικά - kokette, quälen, necken, tease, necken sie, hänseln, zu necken
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gefräßig, hungrig, Hunger, hungrigen, hungrige, hungern