Άμεσος στα δανικά

Μετάφραση: άμεσος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
direkte, umiddelbart, en direkte, den direkte
Άμεσος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άμεσος

άμεσος δράση, άμεσοσ coombs, άμεσοσ φωτισμόσ, άμεσος στα αγγλικά, άμεσος συνεργός, άμεσος λεξικό γλώσσας δανικά, άμεσος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • άμβλωση στα δανικά - abort, aborter, svangerskabsafbrydelse
  • άμεμπτος στα δανικά - uden skyld, ustraffelig, ulastelige, ustraffelige, ulasteligt
  • άμμος στα δανικά - sand, sandet
  • άμορφος στα δανικά - formløse, formløs, formløst, uden form, uformelig
Τυχαίες λέξεις
Άμεσος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: direkte, umiddelbart, en direkte, den direkte