Άρθρωση στα δανικά
Μετάφραση: άρθρωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fælles, led, Blandede, joint, fællesforetagendet, faelles
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άρθρωση
άρθρωση του σ, άρθρωση οστών, άρθρωση charcot, άρθρωση γόνατος, άρθρωση λέξεων, άρθρωση λεξικό γλώσσας δανικά, άρθρωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- άρδευση στα δανικά - kunstvanding, vanding, overrisling, irrigation, kunstig vanding
- άρθρο στα δανικά - vare, paragraf, artikel, ting, artiklen, Artikel, artikelnummer, ...
- άρια στα δανικά - arie, Aria, arien, af Aria
- άριστος στα δανικά - topnotch
Τυχαίες λέξεις
Άρθρωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fælles, led, Blandede, joint, fællesforetagendet, faelles
Μεταφράσεις: fælles, led, Blandede, joint, fællesforetagendet, faelles