Άρμα στα δανικά
Μετάφραση: άρμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stridsvogn, vogn, Vognen, chariot, Vogne
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άρμα
άρμα μάχης μ-48, άρμα πολιτών, άρμα του ήλιου, άρμα θέσπιδος, άρμα πάρνηθας, άρμα λεξικό γλώσσας δανικά, άρμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- άριστος στα δανικά - topnotch
- άρκευθος στα δανικά - enebær, Juniper, enebærrets, Junipers, af Juniper
- άρπα στα δανικά - harpe, harpen, grønlandssæl, harp, grønlandssæler
- άρρωστος στα δανικά - syg, syge, sygt
Τυχαίες λέξεις
Άρμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stridsvogn, vogn, Vognen, chariot, Vogne
Μεταφράσεις: stridsvogn, vogn, Vognen, chariot, Vogne