Έδαφος στα δανικά
Μετάφραση: έδαφος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
land, område, fange, fornuft, lande, grund, jord, jorden, begrundelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έδαφος
έδαφος ph, έδαφος στο ρώγο του, έδαφος ελλάδας, έδαφοσ σαντορίνησ, έδαφος βρετανικού ινδικού ωκεανού, έδαφος λεξικό γλώσσας δανικά, έδαφος στα δανικά
Μεταφράσεις
- έγχρωμος στα δανικά - kulør, farve, farvet, farvede, farver
- έγχυμα στα δανικά - infusion, infusionsvæske, infusionen
- έδρα στα δανικά - bænk, stol, plads, sæde, sædet, hjemsted, sædets
- έδρανο στα δανικά - skammel, afføring, ekskrementer, bænk, bærende, betydning, indflydelse, ...
Τυχαίες λέξεις
Έδαφος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: land, område, fange, fornuft, lande, grund, jord, jorden, begrundelse
Μεταφράσεις: land, område, fange, fornuft, lande, grund, jord, jorden, begrundelse