Έλξη στα δανικά
Μετάφραση: έλξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tiltrækning, attraktion, Type, seværdighed, seværdigheden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έλξη
έλξη αναφορικού, έλξη μεταξύ γυναικών, έλξη τησ τύχησ, έλξη του αναφορικού αρχαια, έλξη drs, έλξη λεξικό γλώσσας δανικά, έλξη στα δανικά
Μεταφράσεις
- έλκω στα δανικά - trække, tiltrække, tegne, ulcerate, ulceration
- έλλειψη στα δανικά - mangel, ville, underskud, savne, deficit, manglen, knaphed, ...
- έλος στα δανικά - sump, mose, marsk, Marsh, mosen, marsken
- έλυτρο στα δανικά - bark, kappe, skede, hylsteret, kappen, hylster
Τυχαίες λέξεις
Έλξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tiltrækning, attraktion, Type, seværdighed, seværdigheden
Μεταφράσεις: tiltrækning, attraktion, Type, seværdighed, seværdigheden