Αγόρι στα δανικά

Μετάφραση: αγόρι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
søn, dreng, tjener, drengen, boy, drenge
Αγόρι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγόρι

αγόρι μου τζένη βάνου, αγόρι μου τζένη βάνου στίχοι, αγόρι μου, αγόρι μου στολίδι μου, αγόρι ή κορίτσι, αγόρι λεξικό γλώσσας δανικά, αγόρι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αγωνιστής στα δανικά - fighter, kampfly, jagerfly, kæmper, jager
  • αγωνιώ στα δανικά - angst, være, er, blive, være i, skal
  • αγύρτης στα δανικά - bedrager, svindler, bedrageren, impostor
  • αγώνας στα δανικά - kamp, stride, slag, match, kæmpe, slagsmål, tændstik, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγόρι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: søn, dreng, tjener, drengen, boy, drenge