Αερισμός στα δανικά

Μετάφραση: αερισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ventilation, udluftning, ventilationen, ventilationsudstyr, ventilations-
Αερισμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αερισμός

αερισμός εντέρου, αερισμός κτιρίων, αερισμός λεβητοστασίου, αερισμός με ανάκτηση θερμότητας, αερισμός χλοοτάπητα, αερισμός λεξικό γλώσσας δανικά, αερισμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αεράκι στα δανικά - vind, brise, leg, breeze, stille
  • αερίζω στα δανικά - ventilere, udluftes, ventilerer, lufte, ventileres
  • αεριωθούμενο στα δανικά - jet, stråle, strålen, jetfly
  • αεροδρόμιο στα δανικά - lufthavn, lufthavnen, lufthavnen i, navn på lufthavn
Τυχαίες λέξεις
Αερισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ventilation, udluftning, ventilationen, ventilationsudstyr, ventilations-