Αισθανόμουν στα δανικά
Μετάφραση: αισθανόμουν, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
filt, følelse, fornemmelse, følelsen, fornemmelse af, følelse af
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αισθανόμουν
αισθανόμουν λεξικό γλώσσας δανικά, αισθανόμουν στα δανικά
Μεταφράσεις
- αισθάνομαι στα δανικά - mærke, sans, mening, føle, følelse, føler, føle sig, ...
- αισθήσεις στα δανικά - bevidsthed, sanser, sanserne, fornuft, betydninger
- αισθησιακός στα δανικά - sensuel, sensuelle, sanselig, sanselige, sensuelt
- αισθητά στα δανικά - signifikant, væsentligt, betydeligt, markant, væsentlig
Τυχαίες λέξεις
Αισθανόμουν στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: filt, følelse, fornemmelse, følelsen, fornemmelse af, følelse af
Μεταφράσεις: filt, følelse, fornemmelse, følelsen, fornemmelse af, følelse af