Αιφνίδιος στα δανικά

Μετάφραση: αιφνίδιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pludselig, skarp, dreven, pludselige, pludseligt, brat
Αιφνίδιος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιφνίδιος

αιφνίδιος θάνατος 13χρονης, αιφνίδιος θάνατος στα βρέφη, αιφνίδιος θάνατος αθλητών, αιφνίδιος θάνατος του ισχυρού μηντιάρχη, αιφνίδιος θάνατος εμβρύου, αιφνίδιος λεξικό γλώσσας δανικά, αιφνίδιος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αιτώ στα δανικά - vil gerne anmode, vil gerne anmode om, gerne vil anmode, gerne vil anmode om, vil anmode om
  • αιτών στα δανικά - ansøger, sagsøgeren, ansøgeren, sagsøgerens, sagsoegeren
  • αιφνιδιαστικά στα δανικά - pludseligt, uventet, overraskende, pludselig, uventede
  • αιχμάλωτος στα δανικά - fange, fangenskab, bundne, i fangenskab, den bundne
Τυχαίες λέξεις
Αιφνίδιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pludselig, skarp, dreven, pludselige, pludseligt, brat