Ακονίζω στα δανικά

Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper
Ακονίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακονίζω

ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας δανικά, ακονίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθία στα δανικά - sekvens, sekvensen, rækkefølge
  • ακολουθώ στα δανικά - følge, ledsage, følg, følger, at følge, du følge
  • ακουμπώ στα δανικά - mager, støtte, tynd, røre, berøre, du trykke, røre ved, ...
  • ακουστική στα δανικά - akustik, akustikken, akustiske, akustisk
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skærpe, at skærpe, skarpere, slibe, skærper