Ανάφλεξη στα δανικά

Μετάφραση: ανάφλεξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tænding, tændingen, antændelse, antænding, antaendelse
Ανάφλεξη στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάφλεξη

ανάφλεξη συνέντευξη, αυθόρμητη ανάφλεξη, ανάφλεξη υδρογόνου, ηλεκτρονική ανάφλεξη, πιεζοηλεκτρική ανάφλεξη, ανάφλεξη λεξικό γλώσσας δανικά, ανάφλεξη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανάσταση στα δανικά - opstandelse, opstandelsen, genopstandelse, genopstandelsen, opstandelsens
  • ανάστημα στα δανικά - bygge, konstruere, statur, vækst, anseelse
  • ανάχωμα στα δανικά - bred, bank, dæmning, dynge, dige, højen, mound, ...
  • ανέγερση στα δανικά - struktur, konstruktion, erektion, Opførelse, opstilling, opførelsen, rejsning
Τυχαίες λέξεις
Ανάφλεξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tænding, tændingen, antændelse, antænding, antaendelse