Ανέγερση στα δανικά
Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
struktur, konstruktion, erektion, Opførelse, opstilling, opførelsen, rejsning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανέγερση
ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας δανικά, ανέγερση στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανάφλεξη στα δανικά - tænding, tændingen, antændelse, antænding, antaendelse
- ανάχωμα στα δανικά - bred, bank, dæmning, dynge, dige, højen, mound, ...
- ανέκδοτο στα δανικά - anekdote, anekdoten, anekdoter
- ανέκφραστος στα δανικά - deadpan, udtryksløs, gravalvorlig, fladpandede
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: struktur, konstruktion, erektion, Opførelse, opstilling, opførelsen, rejsning
Μεταφράσεις: struktur, konstruktion, erektion, Opførelse, opstilling, opførelsen, rejsning