Αναστέλλω στα δανικά
Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæmme, hæmmer, inhibere, inhiberer, at inhibere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναστέλλω
αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας δανικά, αναστέλλω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανασκόπηση στα δανικά - anmeldelse, bedømmelse, gennemgang, revision, anmelselse
- αναστάτωση στα δανικά - afbrydelse, forstyrrelser, forstyrrelse, afbrydelser, afbrydelse er
- αναστατώνω στα δανικά - fluster, forfjamskelse
- αναστενάζω στα δανικά - sukke, suk, sigh, sukkede
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hæmme, hæmmer, inhibere, inhiberer, at inhibere
Μεταφράσεις: hæmme, hæmmer, inhibere, inhiberer, at inhibere