Ανεύρεση στα δανικά

Μετάφραση: ανεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdagelse, finde, fund, konstatering, konklusion, konstateringen, resultat
Ανεύρεση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεύρεση

ανεύρεση αριθμών κινητών τηλεφώνων, εύρεση τηλεφώνου, εύρεση αμκα, ανεύρεση μιλίων από πτήση, ανεύρεση χρυσού, ανεύρεση λεξικό γλώσσας δανικά, ανεύρεση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανεφοδιάζω στα δανικά - anefodiazo
  • ανεύθυνος στα δανικά - uansvarlig, uansvarligt, uansvarlige, uforsvarlig
  • ανηθικότητα στα δανικά - umoral, umoralitet, usædelighed, umoralsk, amoral
  • ανηλεής στα δανικά - hensynsløs, hensynsløse, skånselsløs, skånselsløse, ubarmhjertige
Τυχαίες λέξεις
Ανεύρεση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opdagelse, finde, fund, konstatering, konklusion, konstateringen, resultat