Αντισταθμίζω στα δανικά
Μετάφραση: αντισταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
belønne, poise, poise og, Ligevægt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντισταθμίζω
αντισταθμίζω ορισμός, αντισταθμίζω λεξικο, αντισταθμίζω προταση, αντισταθμίζω προτασεις, αντισταθμίζω σημασια, αντισταθμίζω λεξικό γλώσσας δανικά, αντισταθμίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αντιπρόσωπος στα δανικά - delegeret, repræsentant, repræsentativ, repræsentative, repræsentativt, repræsenterer
- αντιστέκομαι στα δανικά - udfordre, modstå, at modstå, modsætte, modstand, modstår
- αντιστοιχώ στα δανικά - svarer, svare, overensstemmelse, i overensstemmelse
- αντιστρέφω στα δανικά - omvendt, reverse, vende, vist tilbageUde af stand, vist tilbage
Τυχαίες λέξεις
Αντισταθμίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: belønne, poise, poise og, Ligevægt
Μεταφράσεις: belønne, poise, poise og, Ligevægt