Αποδεικνύω στα δανικά

Μετάφραση: αποδεικνύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
teste, bevise, vise, vise sig, godtgøre
Αποδεικνύω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεικνύω

αποδεικνύω λεξικό, αποδεικνύω αρχικοι χρονοι, αναδεικνύω αγγλικα, αποδεικνύω αντωνυμα, αποδεικνύω αοριστος, αποδεικνύω λεξικό γλώσσας δανικά, αποδεικνύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποδίδω στα δανικά - forestille, gøre, egenskab, udføre, servere, attribut, attributten, ...
  • αποδείξεις στα δανικά - dokumentation, beviser, bevismateriale, bevis, tegn
  • αποδεκατίζω στα δανικά - decimere, decimerer, udslet, tynde ud
  • αποδεκτός στα δανικά - realitetsbehandling, antages til realitetsbehandling, til realitetsbehandling, antages
Τυχαίες λέξεις
Αποδεικνύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: teste, bevise, vise, vise sig, godtgøre