Αποθήκη στα δανικά

Μετάφραση: αποθήκη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lager, lageret, oplag, pakhus, frilager
Αποθήκη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποθήκη

αποθήκη ηλιούπολη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη κήπου, αποθήκη english, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη λεξικό γλώσσας δανικά, αποθήκη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποθέωση στα δανικά - apoteose, apoteosen, apotheose, guddommeliggørelsen, apoteotisk
  • αποθήκευση στα δανικά - remise, lager, depot, opbevaring, oplagring, lagring, opbevaringsboks
  • αποθανών στα δανικά - sen, forsinket, sent, afdøde, afdødes, død, døde, ...
  • αποθαρρύνω στα δανικά - modløse, dishearten, modet fra, tage modet, tage modet fra
Τυχαίες λέξεις
Αποθήκη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lager, lageret, oplag, pakhus, frilager