Αρωγή στα δανικά

Μετάφραση: αρωγή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjælpemiddel, bistand, hjælpe, hjælp, bidrage, hjælper, at hjælpe
Αρωγή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρωγή

αρωγή για το λύκειο, αρωγή 12, αρωγή θεσσαλονίκη, αρωγή και ευδοκίμηση, αρωγή λεξικό, αρωγή λεξικό γλώσσας δανικά, αρωγή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αρχιτεκτονικός στα δανικά - arkitektoniske, arkitektonisk, arkitektur, den arkitektoniske, arkitektkonkurrence
  • αρχιφύλακας στα δανικά - Warden, Gardenen, vagten, fængselsinspektøren, opsynsmand
  • αρωματικός στα δανικά - aromatisk, aromatiske
  • ασάφεια στα δανικά - vage, uklarhed, upræcise, vaghed, uklare
Τυχαίες λέξεις
Αρωγή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hjælpemiddel, bistand, hjælpe, hjælp, bidrage, hjælper, at hjælpe