Αστυφύλακας στα δανικά
Μετάφραση: αστυφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
politibetjent, Constable, betjent, konstabel, Betjenten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αστυφύλακας
μυστικός αστυφύλακας, αστυφύλακας αυτοκτόνησε, αστυφύλακας μισθός, αστυφύλακας γιάννης βαρύς, αστυφύλακασ α υ, αστυφύλακας λεξικό γλώσσας δανικά, αστυφύλακας στα δανικά
Μεταφράσεις
- αστυνομεύω στα δανικά - politi, Policing, politiarbejde, overvågninger, over overvågninger, overvågninger af
- αστυνόμος στα δανικά - politibetjent, marskal, Marshal, Marechal, sherif, sheriffen
- αστός στα δανικά - Townsman, Borgermand, bybo, bysbarn
- ασυδοσία στα δανικά - immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over
Τυχαίες λέξεις
Αστυφύλακας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: politibetjent, Constable, betjent, konstabel, Betjenten
Μεταφράσεις: politibetjent, Constable, betjent, konstabel, Betjenten