Ασωτία στα δανικά

Μετάφραση: ασωτία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
orgie, udsvævelser, ødselhed
Ασωτία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασωτία

ασωτία ορισμος, ασωτία λεξικό γλώσσας δανικά, ασωτία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ασφόδελος στα δανικά - påskelilje, Daffodil, påskeliljer
  • ασχολία στα δανικά - forfølgelse, jagt, beskæftigelse, erhverv, besættelse, besættelsen, erhvervet
  • ασύγχρονος στα δανικά - asynkron, asynkrone, asynkront
  • ασύλληπτος στα δανικά - ikke-fanget
Τυχαίες λέξεις
Ασωτία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: orgie, udsvævelser, ødselhed