Ατομικός στα δανικά

Μετάφραση: ατομικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
person, dødelig, individuel, individ, individuelle, enkelte, enkelt
Ατομικός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατομικός

ατομικός λέβητας αερίου, ατομικός αριθμός οξυγόνου, ατομικός λογαριασμός ασφάλισης, ατομικός αριθμός, ατομικός φάκελος οπλίτη, ατομικός λεξικό γλώσσας δανικά, ατομικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ατομικά στα δανικά - individuelt, enkeltvis, hver, hver for, individuel
  • ατομικισμός στα δανικά - individualisme, individualismen, individualismens, individualitet
  • ατομικότητα στα δανικά - individualitet, personlighed, individualiteten
  • ατονία στα δανικά - svaghed, svage, svagheder, svækkelse
Τυχαίες λέξεις
Ατομικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: person, dødelig, individuel, individ, individuelle, enkelte, enkelt