Βαθμός στα δανικά
Μετάφραση: βαθμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tegn, grad, niveau, højde, mærke, karakter, graden, omfang, vis, graders
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθμός
βαθμός τεστ δεξιοτήτων, βαθμός ελευθερίας, βαθμός πρόσβασης, βαθμός πολυωνύμου, βαθμός ε μκ2, βαθμός λεξικό γλώσσας δανικά, βαθμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- βαθμολογώ στα δανικά - højde, niveau, grad, karakter, klasse, graduate, kandidat, ...
- βαθμολόγηση στα δανικά - mærkning, mærkningen, markering
- βαθουλωμένος στα δανικά - hul, bulet, svækket, bulede, dented, buler
- βαθουλώνω στα δανικά - dent, bule, fordybning, gige
Τυχαίες λέξεις
Βαθμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tegn, grad, niveau, højde, mærke, karakter, graden, omfang, vis, graders
Μεταφράσεις: tegn, grad, niveau, højde, mærke, karakter, graden, omfang, vis, graders