Βιομηχανικός στα δανικά
Μετάφραση: βιομηχανικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
industrielle, industriel, industrielt, industri, industrizone
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βιομηχανικός
βιομηχανικός εργάτης, βιομηχανικός εξοπλισμός, βιομηχανικός μελανισμός, βιομηχανικός φωτισμός, βιομηχανικός σχεδιασμός σύρος, βιομηχανικός λεξικό γλώσσας δανικά, βιομηχανικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- βιομήχανος στα δανικά - industrimand, industrialist, fabrikant, industrimagnat, industrimanden
- βιομηχανία στα δανικά - industri, industrien, erhvervsgrenen, erhvervsgrenens
- βιρτουόζος στα δανικά - virtuos, virtuose, virtuost, virtuoso, virtuosen
- βιόλα στα δανικά - bratsch, viola, celloer, af celloer, bratschen
Τυχαίες λέξεις
Βιομηχανικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: industrielle, industriel, industrielt, industri, industrizone
Μεταφράσεις: industrielle, industriel, industrielt, industri, industrizone