Βοηθητικός στα δανικά
Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
medhjælper, hjælpeansatte, ekstra, hjælpemotor, hjælpeansat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθητικός
βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας δανικά, βοηθητικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- βοήθεια στα δανικά - underhold, hjælpe, assistent, hjælp, bistand, støtte, hjælpemiddel, ...
- βοήθημα στα δανικά - bistand, assistent, hjælpe, hjælpemiddel, hjælp, støtte, støtten, ...
- βοηθός στα δανικά - hjælpe, hjælpemiddel, assistent, bistand, hjælp, Assistant, assisterende, ...
- βοηθώ στα δανικά - hjælpe, assistent, bistand, hjælp, hjælpemiddel, bidrage, hjælper, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: medhjælper, hjælpeansatte, ekstra, hjælpemotor, hjælpeansat
Μεταφράσεις: medhjælper, hjælpeansatte, ekstra, hjælpemotor, hjælpeansat