Βοηθώ στα δανικά
Μετάφραση: βοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjælpe, assistent, bistand, hjælp, hjælpemiddel, bidrage, hjælper, at hjælpe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθώ
βοηθώ modern greek verbs, να βοηθώ, βοηθώ αντωνυμο, βοηθώ συνώνυμο, βοηθώ conjugation, βοηθώ λεξικό γλώσσας δανικά, βοηθώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- βοηθητικός στα δανικά - medhjælper, hjælpeansatte, ekstra, hjælpemotor, hjælpeansat
- βοηθός στα δανικά - hjælpe, hjælpemiddel, assistent, bistand, hjælp, Assistant, assisterende, ...
- βολή στα δανικά - shot, skud, chance, skudt, mål
- βολβός στα δανικά - pære, pæren, bulb, lyskilde, pære i
Τυχαίες λέξεις
Βοηθώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hjælpe, assistent, bistand, hjælp, hjælpemiddel, bidrage, hjælper, at hjælpe
Μεταφράσεις: hjælpe, assistent, bistand, hjælp, hjælpemiddel, bidrage, hjælper, at hjælpe