Γειτονικός στα δανικά
Μετάφραση: γειτονικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilstødende, støder op, ved siden, støder, der støder op
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γειτονικός
γειτονικός συνώνυμο, γειτονικός συνωνυμα, γειτονικός αριθμός, γειτονικός λεξικό γλώσσας δανικά, γειτονικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- γειτονεύω στα δανικά - nabo, næste, naboen, naboens
- γειτονιά στα δανικά - kvarter, nabolag, kvarteret, område
- γελοίος στα δανικά - latterlig, urimelig, meningsløs, absurd, clownish, klovneagtig
- γελοιοποιώ στα δανικά - burlesque, burlesk, burleske, parodisk, lavkomisk
Τυχαίες λέξεις
Γειτονικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilstødende, støder op, ved siden, støder, der støder op
Μεταφράσεις: tilstødende, støder op, ved siden, støder, der støder op