Γεννοβολώ στα δανικά

Μετάφραση: γεννοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdrage, avle, race, Gyde, gydning, gydende, Æglægning, Spawning
Γεννοβολώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεννοβολώ

γεννοβολώ λεξικό γλώσσας δανικά, γεννοβολώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γενναιότητα στα δανικά - mod, tapperhed, heltemod, bravery
  • γεννητικός στα δανικά - generative, generativ, generativt, skabende, den generative
  • γεννώ στα δανικά - føde, bjørn, bære, kælve, Calve, Calvé, kælver, ...
  • γενοκτονία στα δανικά - folkedrab, folkemord, folkedrabet, folkemordet
Τυχαίες λέξεις
Γεννοβολώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opdrage, avle, race, Gyde, gydning, gydende, Æglægning, Spawning