Γλώσσα στα δανικά
Μετάφραση: γλώσσα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sprog, eneste, ensom, isoleret, alene, tale, tunge, sproget, language
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλώσσα
γλώσσα στο φούρνο, γλώσσα στ δημοτικού, γλώσσα c, γλώσσα γ δημοτικού, γλώσσα γ γυμν, γλώσσα λεξικό γλώσσας δανικά, γλώσσα στα δανικά
Μεταφράσεις
- γλύπτης στα δανικά - billedhugger, billedhuggeren, skulptør, skulptøren
- γλύφω στα δανικά - glyf, glyph, glyffen, glyffer
- γνέθω στα δανικά - centrifugering, tur
- γνέφω στα δανικά - vinke, bevægelse, signal, beckon
Τυχαίες λέξεις
Γλώσσα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sprog, eneste, ensom, isoleret, alene, tale, tunge, sproget, language
Μεταφράσεις: sprog, eneste, ensom, isoleret, alene, tale, tunge, sproget, language