Γυμνός στα δανικά
Μετάφραση: γυμνός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nøgen, mørk, kold, bar, nøgne, blotte, åben, naked
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυμνός
γυμνός λεξικό γλώσσας δανικά, γυμνός στα δανικά
Μεταφράσεις
- γυμνισμός στα δανικά - nudisme, naturisme, Nudist, nudism, nudister
- γυμνοσάλιαγκας στα δανικά - kugle, slug, skovsnegl, Agersnegl, satslinje, staven
- γυμνώνω στα δανικά - nøgne, bare, byggemodnede, bar
- γυναίκα στα δανικά - hustru, kone, kvinde, kvinden, woman
Τυχαίες λέξεις
Γυμνός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nøgen, mørk, kold, bar, nøgne, blotte, åben, naked
Μεταφράσεις: nøgen, mørk, kold, bar, nøgne, blotte, åben, naked