Δεσμεύω στα δανικά
Μετάφραση: δεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fetter, lænke, hindring, Lænken, hindringen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσμεύω
δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω λεξικό γλώσσας δανικά, δεσμεύω στα δανικά
Μεταφράσεις
- δεσμίδα στα δανικά - pakke, ream, ris, bunken, papirbundt
- δεσμευτικός στα δανικά - binding, bindende, binde, bindingen, at binde
- δεσμοφύλακας στα δανικά - fangevogter, Fangevogteren, fangevogterens, jailer, arrestforvareren
- δεσμός στα δανικά - affære, bånd, anliggende, sag, ting, obligation, binding, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fetter, lænke, hindring, Lænken, hindringen
Μεταφράσεις: fetter, lænke, hindring, Lænken, hindringen