Δεσμοφύλακας στα δανικά

Μετάφραση: δεσμοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fangevogter, Fangevogteren, fangevogterens, jailer, arrestforvareren
Δεσμοφύλακας στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμοφύλακας

δεσμοφύλακας ο πόνος, δεσμοφύλακας λεξικό γλώσσας δανικά, δεσμοφύλακας στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δεσμευτικός στα δανικά - binding, bindende, binde, bindingen, at binde
  • δεσμεύω στα δανικά - fetter, lænke, hindring, Lænken, hindringen
  • δεσμός στα δανικά - affære, bånd, anliggende, sag, ting, obligation, binding, ...
  • δεσποινίς στα δανικά - pige, frøken, mademoiselle, Frøken, til Mademoiselle
Τυχαίες λέξεις
Δεσμοφύλακας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fangevogter, Fangevogteren, fangevogterens, jailer, arrestforvareren