Διάταγμα στα δανικά

Μετάφραση: διάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forordning, dekret, kendelse, dekretet, bekendtgørelse, anordning
Διάταγμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάταγμα

διάταγμα παραλαβής, διάταγμα περιοριστικών μέτρων, διάταγμα καρακάλλα, διάταγμα των μεδιολάνων ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους χριστιανούς, διάταγμα του 311, διάταγμα λεξικό γλώσσας δανικά, διάταγμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διάστημα στα δανικά - rummet, punkt, rum, tid, plads, space, areal
  • διάσωση στα δανικά - beholde, redde, redning, rednings-, en redning, undsætning, redningsstøtte
  • διάταξη στα δανικά - bestemmelse, levering, bestemmelser, bestemmelsen
  • διάφορα στα δανικά - anderledes, forskellige, anden, andet, forskellig
Τυχαίες λέξεις
Διάταγμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forordning, dekret, kendelse, dekretet, bekendtgørelse, anordning