Διέξοδος στα δανικά

Μετάφραση: διέξοδος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udgang, outlet, stikkontakt, udløb, udløbet, stikkontakten
Διέξοδος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέξοδος

διέξοδος μαρκόπουλο, διέξοδος από την κατάθλιψη, διέξοδος καστοριά, διέξοδος ταινια, διέξοδος in english, διέξοδος λεξικό γλώσσας δανικά, διέξοδος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διέγερση στα δανικά - stimulation, stimulering, stimuleringen, stimulere
  • διένεξη στα δανικά - strid, konflikt, tvist, tvisten, tvister, tvistens
  • διέπω στα δανικά - regere, styre, diepo
  • διήθηση στα δανικά - filtrering, filtration, filtreringen, filtreringssystem
Τυχαίες λέξεις
Διέξοδος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udgang, outlet, stikkontakt, udløb, udløbet, stikkontakten