Διακοπές στα δανικά

Μετάφραση: διακοπές, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ferie, helligdage, ferier, ferier i
Διακοπές στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπές

διακοπές με παιδιά, διακοπές στην κωνσταντινούπολη, διακοπές στη ρώμη, διακοπές πάσχα, διακοπές 2014, διακοπές λεξικό γλώσσας δανικά, διακοπές στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διακηρύσσω στα δανικά - bekende, skrifte, indrømme, tilstå, blis, blaze, ilden, ...
  • διακλάδωση στα δανικά - gren, filial, branchen, branche, afdeling
  • διακοπή στα δανικά - afbrydelse, pause, afbrydelsen, afbrydelser, afbrudt, afbrydelse af
  • διακοσμώ στα δανικά - smykke, paillet
Τυχαίες λέξεις
Διακοπές στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ferie, helligdage, ferier, ferier i