Διακόπτω στα δανικά

Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pause, afbrydelse, afbryde, afbryder, afbrydes, at afbryde
Διακόπτω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτω

διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας δανικά, διακόπτω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διακυμαίνομαι στα δανικά - område, svinger, svinge, variere, udsving, varierer
  • διακόπτης στα δανικά - kontakt, kontakten, switch, skifte, afbryderen
  • διακόρευση στα δανικά - diakorefsi
  • διακύμανση στα δανικά - udsving, svingninger, kursudsving, udsvingene, udsvingsbånd
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pause, afbrydelse, afbryde, afbryder, afbrydes, at afbryde