Διαμαρτυρόμενος στα δανικά

Μετάφραση: διαμαρτυρόμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Protestant, protestantiske, protestantisk, protestanter, evangeliske
Διαμαρτυρόμενος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμαρτυρόμενος

διαμαρτυρόμενος λεξικό γλώσσας δανικά, διαμαρτυρόμενος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διαμαρτυρία στα δανικά - protest, protestere, protester, protesten
  • διαμαρτυρίες στα δανικά - protest, protestere, protester, protesterne, demonstrationer, protesterer
  • διαμαρτύρομαι στα δανικά - protest, protestere, protester, protesten
  • διαμελίζω στα δανικά - dissekere, dissekerer, at dissekere, Disseker
Τυχαίες λέξεις
Διαμαρτυρόμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Protestant, protestantiske, protestantisk, protestanter, evangeliske