Διαστολή στα δανικά
Μετάφραση: διαστολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspansion, udvidelse, udvidelsen, udbygning, vækst
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαστολή
διαστολή τραχήλου, διαστολή νερού, διαστολή κόρης ματιού, διαστολή συστολή, διαστολή συστολή νερού, διαστολή λεξικό γλώσσας δανικά, διαστολή στα δανικά
Μεταφράσεις
- διασταλτός στα δανικά - dilatable
- διασταύρωση στα δανικά - junction, krydset, kryds, vejkryds, frakørsel
- διαστρεβλώνω στα δανικά - garble
- διασυρμός στα δανικά - bagvaskelse, nedgørelse, bagvaskelser, bagvaskelsen, dæmonisering
Τυχαίες λέξεις
Διαστολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ekspansion, udvidelse, udvidelsen, udbygning, vækst
Μεταφράσεις: ekspansion, udvidelse, udvidelsen, udbygning, vækst