Δικαιοδοσία στα δανικά

Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
jurisdiktion, kompetence, retternes kompetence, kompetent
Δικαιοδοσία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία

δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας δανικά, δικαιοδοσία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δικάζω στα δανικά - vurdere, dommer, dømme, dommeren, dommerens
  • δικαίωμα στα δανικά - rigtig, ret, korrekt, lige, rette, højre, rigtige, ...
  • δικαιολογία στα δανικά - undskylde, undskyldning, undskyldning for, påskud
  • δικαιολογώ στα δανικά - undskyldning, undskyldning for, påskud
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: jurisdiktion, kompetence, retternes kompetence, kompetent