Διοικώ στα δανικά
Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dioiko
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοικώ
διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας δανικά, διοικώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- διοικητής στα δανικά - kommandant, hærfører, anfører, Commander, kommandør, øverstbefalende, luftfartøjschefen
- διοικητικός στα δανικά - regering, administrativ, administrative, administrativt, den administrative, det administrative
- διορία στα δανικά - udtryk, deadline, frist, fristen, tidsfrist
- διορίζομαι στα δανικά - Udnævnt, Udpeget, udpegede, Udnævnes, Indtrådt
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dioiko
Μεταφράσεις: dioiko